-
1 Κρητός
Κρήςmasc gen sg -
2 εὔ-κρητος
-
3 ἄ-κρητος
-
4 Κρής
Κρής, ὁ, gen. Κρητός, mostly in pl. Κρῆτες, ῶν, Cretan, Il.2.645, etc.: prov., ὁ Κρὴς τὸν πόντον (sc. ἀγνοεῖ), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. [full] Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in pl., title of play by Aeschylus: as Adj., Cretan,AΚρῆτα τρόπον Simon. 31
;Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7
;μητρὸς.. Κρήσσης S.Aj. 1295
:—regul. Adj. [full] Κρήσιος, α, ον, Id.Tr. 119, E.Hipp. 372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. [full] Κρητικός, ή, όν (q.v.). -
5 Προμένειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Προμένειος
-
6 ἄκρητος
ἄ - κρητος ( κεραννῦμι): unmixed, pure.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκρητος
-
7 κάρᾱ
κάρᾱGrammatical information: n.Meaning: `head' (trag., Cratin., Eup.),Other forms: κάρη (ep.)Dialectal forms: Myc. ka-ra-a-pi instr. pl. \/karāatphi\/Derivatives: As 1. member in καρᾱ-τομέω `behead' (E., J.) with καράτομος `beheaded' (S., E.), seeming basis καρατόμος `beheading' (Lyc.), cf. on δειροτομέω s. δέρη; καρηβαρέω (- άω) `feel heavy in the head, be sleepy, have headache' with καρηβαρία, - ίη etc. (Hp., Arist.); from there Lat. caribaria \> Fr. charivari, W.-Hofmann 1, 854; on καραδοκέω s. v. Cf. κράσπεδον, κρησφύγετον, κρήδεμνον. - Other forms: A. recent analogical formations to κάρᾱ, κάρη: dat. τῳ̃ κάρᾳ (A., S.), κάρῃ (Thgn.); κάρης, - ην (Call., Nic.), κάρᾱν (Anacreont.). B. Older disyll. forms: ep. καρή-ατος, - ατι, pl. - ατα; also κάρη-τος, - τι; to καρήατα new nom. sg. κάρηαρ (Antim.). C. monosyll. forms: κρά̄-ατος, - ατι, pl. - ατα; usual. (also trag.) κρᾱτός, - τί, pl. κρᾶ-τα (Pi. Fr. 8); further isolated forms: κράτεσφι (Κ 156; prob. sg.), κρά̄των (χ 309), κρᾱσίν (Κ 152), κρᾶτας (E.); κρᾶτα as acc. sg. (θ 92, trag.), as nom. sg. (S. Ph. 1457); new nom. sg. κράς (Simm. 4). D. κάρᾰ (antevoc.) as nom. pl. (h. Cer. 12), κάρᾱ pl.? (Sannyr. 3). On κάρηνα s. v.; and s. below.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱrh₂-(e)s-n- `head'Etymology: From the oblique forms of the Skt. word for `head', e. g. gen. sg. śīrṣṇ-ás with the adverbial ablativ śīrṣa-tás (a \< n̥), which represent a with n enlarged monosyll. zero grade (śīrṣ-n- \< *ḱr̥h₂-s-n-) from the disyll. nom.-acc. śíras- (Av. sarah-, \< *ḱr̥h₂-os), it appears that κρά̄ατος represents an original *κρά̄σα-τος \< (ḱr̥h₂s-n̥tos); through contraction this gave κρᾱτός (acc. to Zenodot. κρητός). The antevocalic form κρᾱσν- lives on in κρᾱν-ίον (s. v.). The explanation of the Greek disyll. forms has to start from plur. κάρηνα \< *καρασν-α (\< *ḱrh₂-es-n-), to which the singular forms καρήατος, - ατι were made from *καρασα-τος, - τι (with metr. lengthening and η for ᾱ after κάρηνα), if not innovated to κάρη. This form may go back to an analogical *κάρασ-α (like ὄνομα); to κάρη were made κάρη-τος, - τι. - Beside these old σ-stem there are isolated σ-less forms: ἐπὶ κάρ `on its head', ἔγ-καρ-ος, ἴγκρος ἐγκέφαλος and κατὰ ( ἀπὸ) κρῆ-θεν `from the head down' (Hom., Hes.), κρή-δεμνον `head-band'. The explanation is discussed: κατὰ κρῆθεν (from where ἀπὸ κρῆθεν) may stand for κατ' ἄκρηθεν (s. esp. Leumann Hom. Wörter 56ff., but this seems unncessary); ἔγκαρος has been taken as learned innovation to κάρη after κεφαλή: ἐγκέφαλος; on κρήδεμνον s. s. v. An σ-less κάρ is supported by Arm. sar `hight, top' (idg. *ḱr̥h₂r-o-). Very extensive treatment by A.J. Nussbaum, Head and Horn 1986 (rev. Beekes, Kratylos 34 (989)55-59). - S. Schwyzer 583 (diff. on κάρη; Pok. 574f., Chantraine Gramm. hom. 1, 230f., 242, Leumann Hom. Wörter 159, Egli Heteroklisie 31f., 87ff. - Cf. further 1. καρόω, καρώ, καρωτόν; κέρας, κράνος, κριός.Page in Frisk: 1,784-785Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρᾱ
-
8 Crete
Κρήτη, ἡ.A Cretan: Κρής, Κρητός, ὁ.Cretan, adj.: Κρητικός, V. Κρήσιος. fem. adj., Κρῆσσα.In Cretan fashion: Κρητικῶς (Ar., Ecc. 1164).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crete
См. также в других словарях:
Κρητός — Κρής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλώς — Κατά τη μυθολογία, γιος της Πέρδικας, αδελφής του Δαίδαλου, εγγονός του Μητίωνα, δισέγγονος του Ερεχθέα. Όταν έγινε 12 χρόνων, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον Δαίδαλο. Άξιος και ευφυής όπως ήταν, γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Εφεύρε το… … Dictionary of Greek
AUTOCHTHONES — populi, qui non alio referunt originem suam; verum ex ipso solo nati videri volunt. Latini Indigenas vocant. Ita quidem Scaliger, qui Αὐτόχθονα et Γηγενῆ eundem vult esle. Unde Marcianum Heracleotem de Ephoro, Cretem αὐτόχθονα vocantem, in… … Hofmann J. Lexicon universale
PHARICUM Venenum — apud Interpretem Nicandri Ι῾ςτορε̑ι δε Πραξαγόρας κληθῆναι αὐτὸ ἀπὸ Φαρικοῦ τινὸς Κρητὸς τοῦ ἐξευρόντος αὐτὸ, Narrat autem Praxagoras, vocari illud a Pharico quodam Cretensi, inventore suo: Phariatum dicitur Athenaeo l. 3. cum Medico seu Medeae… … Hofmann J. Lexicon universale
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
κρήσιος — κρήσιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κρήτη ή στους Κρήτες, κρητικός («πέλαγος Κρήσιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρή σιος < *κρήτ ιος, με συριστικοποίηση, < θ. Κρητ (τού Κρης, Κρητός) + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
χαλίκρητος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + κρητος / κρᾶτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ κρατος] … Dictionary of Greek
Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… … Dictionary of Greek